- ομοιότυπο(ν)
- το прям. , перен. копия; абсолютное сходство;
είναι ομοιότυπο(ν) τού πατέρα του — быть копией отца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι ομοιότυπο(ν) τού πατέρα του — быть копией отца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοιότυπος — η, ο (Α ὁμοιότυπος, ον) αυτός που είναι τού ίδιου ή παρόμοιου τύπου με έναν άλλο, αυτός που έχει την ίδια μορφή με έναν άλλο, ομοιόμορφος νεοελλ. 1. αυτός που έγινε κατά τον ίδιο τύπο, που αποτελεί ακριβές αντίγραφο ενός άλλου, πανομοιότυπος 2.… … Dictionary of Greek
ομοιότυπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει όμοιο τύπο, μορφή, φύση με άλλον. 2. ως ουσ., ομοιότυπο, το κείμενο ή έντυπο τυπωμένο απαράλλαχτα, όπως κάποιο άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)